- απίκο
- κ. απίκκο κ. απίκου κ. απίκκου επίρρ.κυριολ. σημαίνει κατακόρυφα, κάθεταφρ. είμαι ή στέκω απίκου «είμαι έτοιμος για αναχώρηση, είμαι υπ' ατμόν».[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. φρ. a picco. Οι τ. σε -ου κατ' αναλογία με τα επιρρ. σε -ου).
Dictionary of Greek. 2013.